κατατρύχω

κατατρύχω
κατα - τρύχω: wear or waste away, exhaust, consume.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατατρύχω — κατατρύ̱χω , κατατρύχω wear out pres subj act 1st sg κατατρύ̱χω , κατατρύχω wear out pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρύχω — (AM κατατρύχω) (επιτ. τ. τού τρύχω*) καταπονώ, καταβασανίζω, κατατυραννώ, ταλαιπωρώ («κατατρύχεται από ἔμμονες ιδέες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύχω «καταπονώ»] …   Dictionary of Greek

  • κατατρῦχον — κατατρύχω wear out pres part act masc voc sg κατατρύχω wear out pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρύχετε — κατατρύ̱χετε , κατατρύχω wear out pres imperat act 2nd pl κατατρύ̱χετε , κατατρύχω wear out pres ind act 2nd pl κατατρύ̱χετε , κατατρύχω wear out imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρύχῃ — κατατρύ̱χῃ , κατατρύχω wear out pres subj mp 2nd sg κατατρύ̱χῃ , κατατρύχω wear out pres ind mp 2nd sg κατατρύ̱χῃ , κατατρύχω wear out pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρυχομένας — κατατρῡχομένᾱς , κατατρύχω wear out pres part mp fem acc pl κατατρῡχομένᾱς , κατατρύχω wear out pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρυχομένων — κατατρῡχομένων , κατατρύχω wear out pres part mp fem gen pl κατατρῡχομένων , κατατρύχω wear out pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρυχόμεθα — κατατρῡχόμεθα , κατατρύχω wear out pres ind mp 1st pl κατατρῡχόμεθα , κατατρύχω wear out imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρυχόμενον — κατατρῡχόμενον , κατατρύχω wear out pres part mp masc acc sg κατατρῡχόμενον , κατατρύχω wear out pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρύχει — κατατρύ̱χει , κατατρύχω wear out pres ind mp 2nd sg κατατρύ̱χει , κατατρύχω wear out pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρύχομεν — κατατρύ̱χομεν , κατατρύχω wear out pres ind act 1st pl κατατρύ̱χομεν , κατατρύχω wear out imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”